Μια μέρα ήρθε και μια καπελού στην τάξη μας
"καπέλα! πουλάω καλά καπέλα" διαλαλούσε την πραμάτεια της
|
περπάτησε ώρες πολλές... |
|
και έφτασε σε ένα χωριό |
|
βγήκε η κυρά-δασκάλα |
|
και ένας κτίστης |
|
και μια γειτόνισσα |
|
και ένας στρατιώτης |
|
και μια μαμά με το παιδί της να αγοράσουνε καπέλα αλλά όλο διάλεγαν και κανένα δεν τους άρεσε |
|
την κυρα-καπελού την πήρε ο ύπνος και τότε εμφανίζονται μαϊμουδάκια που κρυβόντουσαν στα δέντρα |
|
της κλέβουν τα καπέλα από το καλάθι, ξυπνά η καπελού και αρχίζει να τα κυνηγά. Τα κοιτάζει αγριεμένη, τα πιθηκάκια την κοροϊδεύουν και την κοιτούν αγριεμένα κι αυτά |
|
τους δείχνει το χέρι της απειλητικά,τα πιθηκάκια την κοροϊδεύουν και κουνάνε κι αυτά το χέρι τους απειλητικά |
Μέχρι που βάζει το χέρι της στο κεφάλι και ακουμπά το καπέλο της στο καλάθι και κάνουν και τα πιθηκάκια το ίδιο!